- αροτρόπους
- (-ποδος), οτο κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
αλετροπόδι — το (και πόδα, η) το κάτω οριζόντιο μέρος τού αρότρου, όπου προσαρμόζεται το υνί και το οποίο χρησιμεύει ως βάση τού όλου εργαλείου, το αρχ. έλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀλετροπόδιον «ο αστερισμός τού Ωρίωνα» (< τ. ἀροτροπόδιον, στον Ζωναρά <… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
ՄԱՃ — (ոյ, ով, կամ ի, իւ, աւ.) NBH 2 0200 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ἑχέτλη stiva, aratri manica ἅροτρον, ἁροτρόπους vomer, aratrum, aratri ferrum. Փայտ երկայն իբրեւ զղեկ արօրոյ ʼի ձեռս հերկողի՝ մաճակալ կոչեցելոյ. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)